Ένα εκλεκτό και πλούσιο τραπέζι περίμενε τους καλεσμένους,
σύμφωνα με τη σημερινή ευαγγελική περικοπή.
Ο προσκαλών ήταν κάποιος άρχοντας της περιοχής, που έστειλε
το δούλο του και κάλεσε, όχι όποιον κι όποιον, αλλά προφανώς αυτούς που είχαν κάποιο όνομα και απήχηση στην
αγροτική περιοχή που ζούσαν. Δεν ήταν τυχαίο το κάλεσμα. Όμως κανένας από τους καλεσμένους δεν ανταποκρίθηκε. Όλοι βρήκαν μια δικαιολογία, μια πρόφαση για
να μην προσέλθουν στο τραπέζι του άρχοντα.
Ο ένας αγόρασε χωράφι και θα πήγαινα το δει, ο άλλος αγόρασε
ζεύγη βοδιών και ήθελε να δοκιμάσει την απόδοσή τους και ένας τρίτος νιόπαντρος,
ήθελε να μείνει με τη γυναίκα του.
Προφανώς κανένας δεν είχε ανάγκη από τις υπηρεσίες του
άρχοντα και γι΄αυτό απέρριψαν την πρόσκλησή του. Ήταν όλοι τους οικονομικά ανεξάρτητοι και
είχαν τη δυνατότητα να κάνουν αγορές, να ασχολούνται με αποδοτικές δουλειές και
να συνάπτουν έγγαμες σχέσεις, δείγμα κοινωνικής αναγνώρισης για την ιστορική
περίοδο που περιγράφει η περικοπή.
Και επειδή το τραπέζι ήταν έτοιμο, ο άρχοντας οργισμένος
κάλεσε όλους τους κατατρεγμένους και ανήμπορους και του έκανε συνδαιτυμόνες.
Το τραπέζι, ερμηνεύοντας την ευαγγελική παραβολή, είχε όλα
τα αγαθά που τρέφουν την ψυχή μας. Είχε πνευματική τροφή, όπως είναι η αγάπη
στον συνάνθρωπο, η δικαιοσύνη, η πραότητα, η ταπείνωση, η υποταγή πάνω από όλα
στο θείο θέλημα και ό,τι γενικότερα προάγει την πνευματική μας ανάταση.
Ήταν όλα όσα θεραπεύουν ψυχικά κάθε δυστυχισμένη και
ταλαιπωρημένη ύπαρξη. Δεν είχε σχέση με γήινα εδέσματα, με γήινες απολαύσεις
και με ό,τι άλλο μας κρατά προσκολλημένους στην ύλη. Γιατί ας μην ξεχνάμε, ότι
όλα αυτά μας κάνουν να λησμονούμε, ότι πέρα από την υλική, υπάρχει η πνευματική
ζωή, που μας φέρνει πιο κοντά στο Θεό.